Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τοὺς ἰατρούς

См. также в других словарях:

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • Metrodorus of Lampsacus (the younger) — For other people of the same name, see Metrodorus (disambiguation). Metrodorus Hermes type bust (pillar with the top as a sculpted head) of Metrodorus leaned with his back against Epicurus, in the Louvre Full name Metrodorus Born 331/0 BC… …   Wikipedia

  • Métrodore de Lampsaque (le Jeune) — Pour les articles homonymes, voir Métrodore. Métrodore Philosophe Occidental Antiquité …   Wikipédia en Français

  • Métrodore de Lampsaque (le jeune) — Pour les articles homonymes, voir Métrodore. Métrodore Philosophe Occidental Antiquité …   Wikipédia en Français

  • Метродор из Лампсака (младший) — Метродор из Лампсака Μητροδωρος Λαμψακηνος …   Википедия

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… …   Dictionary of Greek

  • κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» …   Dictionary of Greek

  • λογεύς — λογεύς, ὁ (Α) [λόγος] 1. ομιλητής, ρήτορας 2. ο πεζογράφος («λογεῑς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·) …   Dictionary of Greek

  • Κούζης, Αριστοτέλης — (1875 – 1961). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου ασχολήθηκε με την παθολογία και την ιστορία της ιατρικής. Το 1902 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»