-
1 διακρίνω
A- κρῐνέω Il.2.387
, SIG614.8 (ii B.C.):—separate one from another,ὥς τ' αἰπόλια.. αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Il.2.475
, cf. Hdt.8.114; part combatants,εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνη Il.7.292
, etc.;εἰ μὴ νὺξ.. διακρινέει μένος ἀνδρῶν 2.387
;δ. φιλέοντε Od.4.179
;κρόκην καὶ στήμονας συγκεχυμένους δ. Pl. Cra. 388b
:—[voice] Pass., to be parted, of hair, Plu.Rom.15: more freq. of combatants, διακρινθήμεναι ([dialect] Ep. inf. [tense] aor. 1 [voice] Pass.)ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Il.3.98
, cf. 102,7.306, etc.: also in [tense] fut. [voice] Med.,διακρινέεσθαι Od. 18.149
, 20.180;διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης Hdt.8.18
;διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105
, cf. 3.9; διακρίνεσθαι πρός.. part and join different parties, Id.1.18.b [voice] Pass., to be divorced, Leg.Gort.2.46.2 in Philosophy, separate, decompose into elemental parts, opp. συγκρίνω, chiefly in [voice] Pass., Anaxag.12, cf. Arist.Metaph. 985a28, [Epich.] 245, Pl.Phd. 71b, Prm. 157a, etc.3 ἄστρων διακρίνει φάη σελάνα prob. sets apart, removes, i.e. outshines, B.8.28.II distinguish,καί κ' ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα Od.8.195
; οὐδένα δ. without distinction of persons, Hdt.3.39;οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Diod.Com.2.8
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ.. Pl.Phlb. 52c
: [tense] plpf. in pass. sense, διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Th.1.49; distinct, varied,B.
Fr.24.III decide, of judges,ὀρθᾷ δ. φρενί Pi.O.8.24
;δ. δίκας Hdt.1.100
;διὰ δὲ κρίνουσι θέμιστας Theoc.25.46
; also, determine a fever, mark its crisis, Hp. Coac. 137; ἡ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί has usually no crisis in any patient, Id.Morb.2.71;δ. αἵρεσιν Hdt.1.11
;δ. εἰ.. Id.7.54
;δ. περί τινος Ar.Av. 719
:—[voice] Med., νεῖκος δ. get it decided, Hes.Op.35;τὸ ζητούμενον Pl.Phlb. 46b
; decide among yourselves,ταῦτα.. ὅπως ποτ' ἔχει δ. D.32.28
:—[voice] Pass., bring an issue to decision,ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι ὧδε διακρινθέντε Il.20.212
; αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, διακριθῆμεν Foed.[dialect] Dor. ap. Th.5.79;διακριθεῖμεν περί τινος Pl.Euthphr. 7c
; of combatants,μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Hdt.9.58
;πρός τινα ὑπέρ τινος LXXJl.3(4).2
; ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Philipp. ap. D. 12.7;διακρίνεσθαι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2
; τινί with one, Ep. Jud.9: abs., PMagd.1.15 (iii B.C.), etc.; alsoπόλεμος διακριθήσεται Hdt.7.206
; of a person, to be judged, Polem.Call.18.VII doubt, hesitate, waver, Act.Ap. 11.12 (s.v.l.): usu. in [voice] Med. and [voice] Pass., μηδὲν διακρινόμενος ib.10.20;μὴ διακριθῆτε Ev.Matt.21.21
, cf. Ep.Rom.4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακρίνω
-
2 εἰσάγω
Aἐσάγεσκον Hdt.1.196
: [tense] pf. - αγήοχα Epist. Philipp. ap. D.18.39: [tense] pf. [voice] Pass.ἐσῆγμαι Hdt.2.49
:— lead in or into, esp. into one's dwelling, introduce, c. dupl.acc.,αὐτοὺς εἰσῆγον θεῖον δόμον Od.4.43
; Κρήτην εἰσήγαγ' ἑταίρους he led his comrades to Crete, 3.191;ἐς. τινὰ ἐς.. Hdt.1.196
, etc.: c. dat.,τινὰ δόμοις E.Alc. 1112
codd.;εἰ. ψυχᾷ χάριν Id.Hipp. 526
(lyr.); ὅταν σε καιρὸς εἰσάγῃ, = ὅταν καιρὸς ᾖ σὲ εἰσιέναι, S.El.39;νὺξ εἰ. πόνον Id.Tr.29
:—[voice] Med., admit forces into a city, Th.8.16, 108; take in with one, introduce into a league or conspiracy,Ὀτάνης ἐσάγεται Ἰνταφρένεα Hdt.3.70
:— [voice] Pass.,τὴν θερμότητα εἰσάγεσθαι εἰς τοὺς πόρους Thphr.Ign.38
.2 ἐσαγαγεῖν or ἐσαγαγέσθαι γυναῖκα to lead a wife into one's house, Hdt. 5.40,6.63.3 bring in,σῖτον Th.4.26
; import,οἶνον Ἀθήναζε κατ' ἐμπορίαν D.35.35
:—[voice] Med.,εἰσάγεσθαι καὶ ἐξάγεσθαι X.Ath.2.3
, cf.D. 18.145;εἰ. ὧν ἐνδεεῖς Arist.Pol. 1257a32
:—[voice] Pass., εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγ. imports and exports, Id.Rh. 1359b22, cf. Hdt.3.6, SIG37 (Teos, v B.C.).4 εἰ. εἰς τοὺς φράτερας introduce a child to the members of one's φρατρία, Lys.30.2 ([voice] Pass.), Is.3.75, cf. D.57.54;εἰς Κήρυκας And.1.127
;εἰ. τινὰς εἰς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a8
; τινὰς ἐς σπονδάς secure their adhesion, Th.5.35; ἰατρὸν εἰσάγειν τινί call in a physician for another, X.Mem.2.4.3, cf. D.47.67:—[voice] Med., of the physician himself when ill,εἰσάγεσθαι ἄλλους ἰατρούς Arist.Pol. 1287a41
.5 introduce new customs, Hdt.2.49 ([voice] Pass.);τελετὰς πονηράς E. Ba. 260
; ; ; εἰ. τὰ εἴδη the doctrineofideas, Arist.EN 1096a13; .6 δούλιον εἰσᾶγον αἶσαν, for δ. ἆγον εἰς αἶσαν, A.Ch.77(lyr.).II bring in, bring forward, esp. on the stage,χορόν Ar.Ach.
II;Ἥραν ἠλλοιωμένην Pl.R. 381d
; , cf. Luc.Hist.Conscr.58; of an orator,εἰ. σεαυτὸν ποιόν τινα Arist.Rh. 1417b7
; represent in art, Corn.ND28, al. ([voice] Pass.).3 aslaw-term, εἰ. δίκην or γραφήν to bring a cause into court, of the prosecutor, A.Eu. 580, 582, cf. D.24.10, PHal.1.125, etc.;ὑπόθεσιν OG1669.41
(Egypt, i A.D.); also of the εἰσαγωγεύς II, Antipho6.42, IG12(7).3.40 ([place name] Arcesine), etc.; οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν Ἡλιαίαν Lexap.D.21.47.b εἰ. τινά bring forward the case of an officer at the εὔθυναι (q.v.), D.18.117 : generally, bring a person into court, prosecute, Pl.Ap. 25c,al.; in full, εἰ. εἰς δικαστήριον ib. 29a, Grg. 521c ([voice] Pass.), cf. Lg. 910e,al.5 enter, register, POxy.1535.8 ([voice] Pass.), etc.III introduce to a subject, instruct:—[voice] Pass., εἰσαγόμενοι, οἱ, beginners, Ph.1.175, Gal.Libr.Propr.Prooem., etc.IV intr., enter, Sch.T.Il.6.252.
См. также в других словарях:
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
Metrodorus of Lampsacus (the younger) — For other people of the same name, see Metrodorus (disambiguation). Metrodorus Hermes type bust (pillar with the top as a sculpted head) of Metrodorus leaned with his back against Epicurus, in the Louvre Full name Metrodorus Born 331/0 BC… … Wikipedia
Métrodore de Lampsaque (le Jeune) — Pour les articles homonymes, voir Métrodore. Métrodore Philosophe Occidental Antiquité … Wikipédia en Français
Métrodore de Lampsaque (le jeune) — Pour les articles homonymes, voir Métrodore. Métrodore Philosophe Occidental Antiquité … Wikipédia en Français
Метродор из Лампсака (младший) — Метродор из Лампсака Μητροδωρος Λαμψακηνος … Википедия
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… … Dictionary of Greek
κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» … Dictionary of Greek
λογεύς — λογεύς, ὁ (Α) [λόγος] 1. ομιλητής, ρήτορας 2. ο πεζογράφος («λογεῑς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·) … Dictionary of Greek
Κούζης, Αριστοτέλης — (1875 – 1961). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου ασχολήθηκε με την παθολογία και την ιστορία της ιατρικής. Το 1902 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek